- ἀτονίας
- ἀτονίᾱς , ἀτονίαslacknessfem acc plἀτονίᾱς , ἀτονίαslacknessfem gen sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
непользованиѥ — НЕПОЛЬЗОВАНИ|Ѥ (1*), ˫А с. Бесполезность, слабость: и приносить не ѡтъ бл҃гаго скровища дш҃внаго. но ѿ лукавыхъ гл҃ъ. и кощюнныхъ слове||съ. невѣрьствиѥ и бестрахованиѥ. и неползованиѥ. ˫аже суть не токмо тому ѥдиному. но и послушаща˫а [так!] ѥго … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
ανακλαδίζομαι — 1. εκτείνω τα μέλη τού σώματος μου ένεκα κοπώσεως, ατονίας ή αδιαθεσίας, τεντώνομαι 2. κάθομαι οκλαδόν, σταυροπόδι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + κλαδίζομαι < κλαδί. ΠΑΡ. ανακλάδισμα, ανακλαδισμός, ανακλαδιστός] … Dictionary of Greek
ανακλάδισμα — το [ανακλαδίζομαι] 1. έκταση τών μελών τού σώματος ένεκα κοπώσεως, ατονίας ή ασθένειας, τέντωμα 2. κάθισμα σε στάση οκλαδόν, σταυροπόδι … Dictionary of Greek
περίβληχρος — ον, Α 1. πολύ άτονος, αδύνατος, αποχαυνωμένος 2. (το ουδ. ως επίρρ.) περίβληχρον μέχρι ατονίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + βληχρός «ήσυχος, άτονος, αδύνατος»] … Dictionary of Greek
τανύω — ΝΜΑ, και τανύζω και μέσ. τ. τανιέμαι και τανυέμαι ή τανυούμαι Ν 1. εκτείνω, τεντώνω κάτι και κυρίως απλώνω κάτι διάπλατα 2. (κυρίως σχετικά με τόξα, χορδές) τεντώνω κάτι όσο είναι δυνατόν νεοελλ. μέσ. τανύομαι και τανιέμαι και τανυέμαι και… … Dictionary of Greek
χαυνίζω — ΝΜ [χαῡνος] νεοελλ. παθ. χαυνίζομαι (στην ποίηση) είμαι αποχαυνωμένος, χασμουριέμαι ελαφρώς λόγω ατονίας μσν. παθ. γίνομαι χαύνος, μαλακός, πλαδαρός … Dictionary of Greek